- τσιγκογράφημα
- το, -ατοςτο κλισέ (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιγκογράφημα — το, Ν τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + γράφημα (< γράφω)] … Dictionary of Greek